Υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων του άρθ. 3 του Κ.Φ.Ε. που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, για το προηγούμενο φορολογικό έτος

Υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος
φυσικών προσώπων του άρθ. 3 του Κ.Φ.Ε. που συμμετέχουν σε
νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία
, για το προηγούμενο φορολογικό έτος.

Στο άρθ. 67 του Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013), όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 84 του ν.5162/2024 (ΦΕΚ Α’ 198/5.12.2024) ορίζονται:

«Άρθρο 67. Υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και καταβολή του φόρου

1. Ο φορολογούμενος που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του
υποχρεούται
να δηλώνει όλα τα εισοδήματά του, τα φορολογούμενα με οποιοδήποτε τρόπο ή

απαλλασσόμενα, στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις,
η δήλωση αυτή μπορεί να υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση σε έγχαρτη
μορφή. Ειδικά, φορολογούμενοι που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 5Α
υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα εισοδήματά τους, που προκύπτουν στην
ημεδαπή, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 5, ενώ για τα
εισοδήματα που προκύπτουν στην αλλοδαπή, κατά την έννοια της παραγράφου 2
του άρθρου 5, και τα οποία υπόκεινται στην εναλλακτική φορολόγηση δεν
υφίσταται υποχρέωση δήλωσής τους. Φορολογούμενοι που υπάγονται στις
διατάξεις του άρθρου 5Β υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα εισοδήματά τους
που προκύπτουν στην ημεδαπή, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5,
και τα εισοδήματα που προκύπτουν στην αλλοδαπή, κατά την έννοια της παρ.
2 του άρθρου 5, και τα οποία υπόκεινται στην εναλλακτική φορολόγηση.
Δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης οι κεκαρμένοι μοναχοί για το καθαρό
ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε αυτούς κατά το χρονικό διάστημα
που διατηρούν την ανωτέρω ιδιότητα εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό
των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή δεν
εφαρμόζεται η παράγραφος 24 του άρθρου 72 του ανωτέρω νόμου.

Ομοίως,
δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης τα φυσικά πρόσωπα που είναι
φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής και αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από
τόκους κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου,
καθώς και από τόκους εταιρικών ομολογιών της παραγράφου 5 του άρθρου 37.

2. Για όλα τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα της παραγράφου 1 δηλώνεται και ο παρακρατηθείς ή
αποδοθείς, κατά περίπτωση, φόρος.

3. Η δήλωση υποβάλλεται κατά το χρονικό διάστημα από τη 15η Μαρτίου
μέχρι και τη 15η Ιουλίου του αμέσως επόμενου φορολογικού έτους.
Σε
περίπτωση που ο φορολογούμενος αποβιώσει ή μεταφέρει την κατοικία του
στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται από τους κατά περίπτωση υπόχρεους,
καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους και συνοδεύεται από
δικαιολογητικά και στοιχεία που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Εξαιρετικά, τα φυσικά πρόσωπα που
συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν
απλογραφικά βιβλία, μπορούν να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος
μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου.

4.α) Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποβάλλουν κοινή δήλωση,
αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος σύναψης του γάμου και για τα
εισοδήματα του έτους αυτού. Υπόχρεος για την υποβολή της κοινής δήλωσης
είναι ο ένας εκ των δύο συζύγων που δηλώνεται ως υπόχρεος και για τα
εισοδήματα του άλλου συζύγου. Ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που
αναλογούν στα εισοδήματα εκάστου συζύγου βεβαιώνεται χωριστά και η
ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο.

β) Η δήλωση δύναται να
υποβάλλεται χωριστά, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων το επιλέξει
με δήλωσή του μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Η
επιλογή της χωριστής δήλωσης είναι δεσμευτική και για τον έτερο σύζυγο,
είναι ανέκκλητη για το πρώτο έτος που αφορά και ισχύει για κάθε επόμενο
φορολογικό έτος, αν δεν ανακληθεί μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του
αντίστοιχου έτους.


γ) Στις χωριστές δηλώσεις συζύγων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 για τα εξαρτώμενα μέλη του φορολογούμενου.


δ) Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλλουν και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει
σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική
αντιμετώπιση με τους έγγαμους που υποβάλλουν κοινή δήλωση. Υπόχρεος της
υποβολής φορολογικής δήλωσης είναι το μέρος του συμφώνου συμβίωσης, το
οποίο δηλώνεται ως υπόχρεος και για τα εισοδήματα του άλλου μέρους.


ε) Στις κοινές δηλώσεις της παραγράφου αυτής οι τυχόν ζημίες του
εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν
συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους
συμφώνου συμβίωσης.


στ) Οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:


αα) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης
κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη
διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο
φορολογούμενος.


ββ) Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου
συμβίωσης είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική
συμπαράσταση.

Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11.

5. Υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι:

α) στις περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή
μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός
διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος,


β) για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση,
κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο δικαστικός συμπαραστάτης,


γ) σε περίπτωση θανάτου του φορολογούμενου, οι κληρονόμοι του για τα εισοδήματά
του μέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.

6. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την ετήσια
φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής
οφειλής καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 36 του Κώδικα
Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58), κατόπιν έκπτωσης:

α) του φόρου που παρακρατήθηκε,
β) του φόρου που προκαταβλήθηκε,
γ) του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 9.
Αν
το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο
από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.

Η καταβολή
του φόρου γίνεται σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η
πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου
και οι υπόλοιπες επτά (7) μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των
επόμενων επτά (7) μηνών.

Ειδικά η καταβολή του φόρου που
προσδιορίζεται από δηλώσεις με καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31η
Δεκεμβρίου εκάστου φορολογικού έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία
εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις
αυτής της περίπτωσης που υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία εμπρόθεσμα
και η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται μετά την 31η
Δεκεμβρίου, η καταβολή γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του
επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου.

Όταν
ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται μέχρι
την καταληκτική ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται στο
συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών
έκπτωση τέσσερα τοις εκατό (4%), εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι την 30ή
Απριλίου, τρία τοις εκατό (3%), εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι τη 15η
Ιουνίου και δύο τοις εκατό (2%), εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι τη 15η
Ιουλίου. Στα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3, παρέχεται
έκπτωση τέσσερα τοις εκατό (4%) στο συνολικό ποσό του φόρου και των
λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών, εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι
την 30ή Απριλίου τρία τοις εκατό (3%), εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι
τη 15η Ιουνίου και δύο τοις εκατό (2%), εφόσον η δήλωση υποβληθεί μέχρι
την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και ο φόρος που οφείλεται
καταβληθεί μέχρι την καταληκτική ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ειδικότερα ο τρόπος και ο
χρόνος υποβολής, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος,
οι εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η μη ηλεκτρονική υποβολή
της δήλωσης, καθώς και τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία
συνυποβάλλονται με αυτήν.
Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης
Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) καθορίζονται οι όροι, η διαδικασία,
καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων της
περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

8. Αν η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας υποβολής δηλώσεων, όπως
ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, συμπίπτει με επίσημη αργία,
Σάββατο ή Κυριακή, μετατίθεται για την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.
».

Σχολιάστε

Shares
Call Now Button