Υποβολή δήλωσης μεταβολής αγροτών, για την υποχρεωτική μετάταξή τους στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α., ή την προαιρετική μετάταξή τους στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α.


Υποβολή
δήλωσης μεταβολής αγροτών, για την υποχρεωτική μετάταξή τους στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α., ή την προαιρετική μετάταξή τους στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α..

Ι. Στο άρθ. 48 του Κ.Φ.Π.Α. (ν.5144/2024) ορίζονται:

«Άρθρο 48. Ειδικό καθεστώς αγροτών

1. Οι αγρότες, οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων καθώς και παροχές αγροτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 49, των οποίων η αξία αθροιστικά ήταν κατώτερη των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις των οποία η αξία ήταν κατώτερη των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, δύνανται, αντί της εφαρμογής του κανονικού καθεστώτος, να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου με την επιφύλαξη της παρ. 2.
Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως αξία για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων και τις παροχές αγροτικών υπηρεσιών λαμβάνεται αυτή που προκύπτει από τα οικεία νόμιμα λογιστικά στοιχεία (παραστατικά), εφόσον η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών προέρχονται από εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων που είτε ανήκουν στον αγρότη κατά κυριότητα είτε ο αγρότης έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με οποιαδήποτε έννομη σχέση. Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στον φόρο, για λογαριασμό των παραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια. Για τον προσδιορισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη και αυτή που αναγράφεται στο ειδικό στοιχείο της παρ. 5.

2. Δεν εντάσσονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, αλλά στο κανονικό καθεστώς, οι αγρότες που:
α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες του άρθρου 49, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών,
β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους ύστερα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,
γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν λογιστικά αρχεία (βιβλία),
δ) παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλο κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29 και 33 αντίστοιχα.

3. Οι αγρότες που εντάσσονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου δεν επιβαρύνουν με ΦΠΑ τις παραδόσεις των αγαθών και τις παροχές των υπηρεσιών της παρ. 1 και δικαιούνται επιστροφής του ΦΠΑ που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της αγροτικής τους εκμετάλλευσης ή την παροχή αγροτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5.

4. Το ποσό της επιστροφής προκύπτει με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) στην αξία των παραδιδόμενων αγαθών και των παρεχόμενων υπηρεσιών της παρ. 1 προς άλλους υποκείμενους στον φόρο. Για την επιστροφή υποβάλλεται δήλωση – αίτηση επιστροφής.

5. Η παρ. 4 δεν εφαρμόζεται για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών της παρ. 1 προς άλλους αγρότες ενταγμένους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, ή προς μη υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα. Για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραδιδόμενων αγαθών, ή το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών.

6. Οι αγρότες που επιθυμούν την ένταξή τους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, κατά την έναρξη αγροτικών εκμεταλλεύσεων και υπηρεσιών του άρθρου 49, υποβάλλουν δήλωση ένταξης σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 5104/2024, Α’ 58).
Οι αγρότες του κανονικού καθεστώτος που επιθυμούν την υπαγωγή στο καθεστώς του παρόντος άρθρου υποβάλλουν δήλωση μεταβολών σύμφωνα με τον ΚΦΔ αποκλειστικά από την έναρξη του φορολογικού έτους, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 και δεν υφίστανται οι περιορισμοί της παρ. 2.
Η υποχρέωση των προηγούμενων εδαφίων καταλαμβάνει και τους αγρότες που πραγματοποιούν αποκλειστικά τις πράξεις της παρ. 5.
Η δήλωση ένταξης στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου υποβάλλεται πριν από την υποβολή της δήλωσης – αίτησης επιστροφής της παρ. 4. Προκειμένου να παρέχεται δικαίωμα επιστροφής για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών της παρ. 1 που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος η δήλωση ένταξης στο καθεστώς υποβάλλεται με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους.
Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου υποβάλλουν δήλωση για την απένταξή τους από αυτό, η οποία μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ, με την επιφύλαξη της διακοπής της αγροτικής εκμετάλλευσης κατά τον χρόνο απένταξης.

7. Κατά τη μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου οι μετατασσόμενοι έχουν υποχρέωση:
α) Να υποβάλλουν, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση αποθεμάτων μετάταξης, που να περιλαμβάνει:
αα) τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχθεί, οι ηρτημένοι καρποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη,
αβ) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών και λοιπών συναφών, κατά συντελεστή φόρου,
αγ) τα αγαθά επένδυσης, εφόσον χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πενταετής περίοδος του διακανονισμού του άρθρου 38.
Τα αποθέματα της υποπερ. αα) απογράφονται σε τιμές πώλησης κατά τον χρόνο της μετάταξης και τα αποθέματα των υποπερ. αβ) και αγ) απογράφονται σε τιμές κόστους.
β) Να καταβάλλουν τον φόρο:
βα) που αναλογεί στα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, τα οποία θεωρούνται ως παραδόσεις αγαθών κατά τον χρόνο της μετάταξης, υποκείμενων στον φόρο με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή,
ββ) που έχουν επιβαρυνθεί τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τα αγαθά επένδυσης κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού.
γ) Να υποβάλλουν έκτακτη δήλωση ΦΠΑ για την καταβολή του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. β), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων μετάταξης.

8. Τα άρθρα 35, 36 και 37 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Το ίδιο ισχύει και για τα άρθρα 41 και 43, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις που αφορούν σε ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών.

9. Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΦΔ. Οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου μετατάσσονται στο κανονικό καθεστώς, προαιρετικά ή υποχρεωτικά, με υποβολή δήλωσης μεταβολών σύμφωνα με τον ΚΦΔ. Η μη υποβολή της δήλωσης μεταβολών δεν επηρεάζει την υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς. Η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται υποχρεωτικά, από την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους σε περίπτωση μη πλήρωσης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παρ. 1 εντός του τρέχοντος φορολογικού έτους, ή από τον χρόνο που συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις περ. α) έως δ) της παρ. 2. Η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται προαιρετικά σε οποιοδήποτε χρόνο. Σε περίπτωση που η προαιρετική μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη του φορολογικού έτους, η δήλωση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στον ΚΦΔ και δεν δύναται να ανακληθεί πριν από την πάροδο τριετίας. Σε περίπτωση που η προαιρετική μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ισχύει αποκλειστικά από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης και δεν δύναται να ανακληθεί πριν από την πάροδο τριετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη του επόμενου από τη μετάταξη φορολογικού έτους.

10. Αν η ένταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται εντός του φορολογικού έτους, οι αγρότες έχουν δικαίωμα επιστροφής, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5, για πράξεις που πραγματοποιούνται από τον χρόνο ένταξής τους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου και έως την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς.

11. Κατά τη μετάταξη από το ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου στο κανονικό καθεστώς οι μετατασσόμενοι έχουν:
α) Υποχρέωση να υποβάλλουν, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση αποθεμάτων μετάταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. α) της παρ. 7.
β) Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου:
βα) που αναλογεί στα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, τα οποία θεωρούνται ως αγορές του κανονικού καθεστώτος, κατά τον χρόνο της μετάταξης, με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή,
ββ) που έχουν επιβαρυνθεί τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τα αγαθά επένδυσης κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού. Ο φόρος αυτός εκπίπτει με τη δήλωση ΦΠΑ που αφορά στη φορολογική περίοδο εντός της οποίας υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων μετάταξης.

12. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι:
α) η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή τον λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών, και
β) οι αγροτικοί συνεταιρισμοί συνιστούν φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των δηλώσεων – αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου.

13. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ ορίζονται:
α) Ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης – αίτησης επιστροφής, ο τύπος και το περιεχόμενο αυτής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου.
β) Ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που προβλέπει η παρ. 5, καθώς και κάθε άλλο διαδικαστικό θέμα.
γ) Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπει το παρόν άρθρο, καθώς επίσης τα συνυποβαλλόμενα με αυτές στοιχεία.
»

ΙΙ. Στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1201/28.12.2016 «Κοινοποίηση
των διατάξεων του άρθρου 47 του ν.4410/2016 σχετικά με το ειδικό
καθεστώς ΦΠΑ αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, και παροχή σχετικών
διευκρινίσεων
» αναφέρονται:

«Κοινοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 47 του ν.4410/2016 (ΦΕΚ Α’ 141/03.08.2016), οι οποίες ισχύουν από 1.1.2017 με τις οποίες, αντικαθίσταται το άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000),
με σκοπό τη βελτίωση και απλοποίηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ αγροτών
και την πλήρη εναρμόνισή του με το κοινοτικό δίκαιο και παρέχονται οι
ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του: 

Με
τις νέες διατάξεις το ειδικό καθεστώς αγροτών καθίσταται πιο
αποτελεσματικό και δίκαιο, δεδομένου ότι σε αυτό εντάσσονται οι σχετικά
μικροί αγρότες οι οποίοι ασκούν αποκλειστικά αγροτική εκμετάλλευση και
δυσκολεύονται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις του κανονικού καθεστώτος
ΦΠΑ.

Εν συντομία, οι βασικές αλλαγές που επέρχονται στο ειδικό καθεστώς των αγροτών είναι οι ακόλουθες:

· Ως προς τον προσδιορισμό των ορίων που αποτελούν τα κριτήρια για
την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή τη μετάταξη στο κανονικό καθεστώς, με
σαφήνεια ορίζεται ότι στις 15.000 ευρώ περιλαμβάνεται η αξία όλων των
παραδόσεων αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής και των παροχών αγροτικών
υπηρεσιών προς κάθε πρόσωπο, που πραγματοποιήθηκαν στο προηγούμενο
φορολογικό έτος, και στις 5.000 ευρώ περιλαμβάνεται κάθε είδους
επιδότηση που έλαβαν οι αγρότες.

· Προβλέπεται η υποχρέωση
έκδοσης ειδικού στοιχείου από τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για
παραδόσεις των προϊόντων τους ή παροχές αγροτικών υπηρεσιών προς άλλους
αγρότες του ειδικού καθεστώτος ή προς πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο και
η υποχρεωτική εγγραφή των εν λόγω αγροτών στο ειδικό καθεστώς, ακόμη
και στην περίπτωση που αποκλειστικά πραγματοποιούν αυτές τις πράξεις.

·
Ορίζεται η υποχρεωτική υπαγωγή της αγροτικής εκμετάλλευσης στο κανονικό
καθεστώς ΦΠΑ στις περιπτώσεις που οι αγρότες παράλληλα ασκούν και άλλη
δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση
στοιχείων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που πωλούν τα προϊόντα τους
στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή τα εξάγουν ή τα
παραδίδουν ενδοκοινοτικά ή διαχειρίζονται ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή
λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες.

· Επακόλουθα,
καταργείται η επιστροφή ΦΠΑ με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή 3% στους
αγρότες του ειδικού καθεστώτος που δικαιούνταν της επιστροφής αυτής.

·
Σε περίπτωση προαιρετικής μετάταξης από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο
κανονικό καθεστώς, η υποχρεωτική παραμονή σε αυτό είναι πλέον τριετής
αντί πενταετής.

Αναλυτικότερα διευκρινίζονται τα εξής:

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 41
του Κώδικα ΦΠΑ προβλέπονται τα κριτήρια για την ένταξη των αγροτών στο
ειδικό καθεστώς ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, στο ειδικό καθεστώς εντάσσονται οι
αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν
προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους
και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων
(15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των πέντε
χιλιάδων (5.000) ευρώ

Τα προαναφερόμενα κριτήρια λαμβάνονται
σωρευτικά, δηλαδή θα πρέπει να συντρέχουν και τα δύο προκειμένου τα εν
λόγω πρόσωπα να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς. Σε περίπτωση που δεν
πληρούται είτε το ένα είτε το άλλο κριτήριο, οι αγρότες εντάσσονται στο
κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και παράλληλα έχουν όλες τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από τα ΕΛΠ ως προς την τήρηση λογιστικών βιβλίων και την
έκδοση στοιχείων.

Με τις νέες διατάξεις στον προσδιορισμό του
ορίου των 15.000 ευρώ περιλαμβάνεται το συνολικό ποσό, που προέρχεται
από την παράδοση αγροτικών προϊόντων των αγροτών από δική τους αγροτική
εκμετάλλευση ή παροχή αγροτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της αγροτικής τους
εκμετάλλευσης, όχι μόνο προς άλλους υποκείμενους στο φόρο και προς
απαλλασσόμενα πρόσωπα (νοσοκομεία, κλινικές κλπ) αλλά και σε άλλους
αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο
(ιδιώτες, ΝΠΔΔ, δημόσιο, δήμοι κλπ), όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τα
τιμολόγια αγοράς που εκδίδουν στον πωλητή αγρότη οι υποκείμενοι στο φόρο
αγοραστές των αγροτικών προϊόντων, καθώς και από τα ειδικά στοιχεία που
εκδίδει ο αγρότης του ειδικού καθεστώτος.

Ειδικότερα, όμως,
για το έτος 2016, δεδομένου ότι δεν υπήρχε υποχρέωση, για τον αγρότη του
ειδικού καθεστώτος, έκδοσης «ειδικού στοιχείου» για τις παραδόσεις των
προϊόντων του και τις παροχές των υπηρεσιών του, για τον προσδιορισμό
του ορίου των 15.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο
(π.χ. απόδειξη είσπραξης, δεδομένα Ε3 της δήλωσης φόρου εισοδήματος) που
αποδεικνύει την αξία των ανωτέρω πράξεων.

Στον προσδιορισμό
του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις, από 01.01.2017 και εφεξής,
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό επιδοτήσεων ή ενισχύσεων κάθε μορφής
που πράγματι καταβλήθηκε στον αγρότη εντός του προηγούμενου φορολογικού
έτους, έστω και αν στο ποσό αυτό περιέχονται και ποσά επιδοτήσεων ή
ενισχύσεων που αφορούν άλλα φορολογικά έτη (χρήσεις).

Διευκρινίζεται
ότι στο ποσό των επιδοτήσεων, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ποσό
επιδότησης ή ενίσχυσης καταβλήθηκε στον αγρότη, όπως πράσινη ενίσχυση,
βασική ενίσχυση, ενίσχυση για γεωργούς νεαρής ηλικίας, συνδεδεμένες
ενισχύσεις, εξισωτική, ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι κ.λ.π. Δεν
θεωρούνται επιδοτήσεις ή ενισχύσεις και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον
υπολογισμό του ορίου των 5.000 ευρώ, οι κάθε είδους ενισχύσεις από το
κράτος για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και οι αποζημιώσεις που
καταβάλλονται από τον ΕΛΓΑ.

Συνεπώς, για να κριθεί το καθεστώς
ενός αγρότη την 1.1.2017, λαμβάνεται υπόψη το ποσό των επιδοτήσεων που
πράγματι έλαβε ο αγρότης εντός του 2016, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά
που ανάγονται σε παλαιότερα έτη (π.χ. 2014, 2015 κλπ).

Επισημαίνεται
ότι για προηγούμενα του 2016 φορολογικά έτη, δεδομένου ότι οι αγρότες
πράγματι δεν γνώριζαν το ακριβές ποσό που δικαιούνταν να λάβουν για κάθε
έτος, γίνεται δεκτό, για λόγους χρηστής διοίκησης, τα ποσά των
επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν αναδρομικά στους αγρότες να λαμβάνονται
υπόψη, για τον προσδιορισμό του ύψους του ετήσιου ποσού επιδοτήσεων,
είτε στο φορολογικό έτος στο οποίο αφορούν οι επιδοτήσεις αυτές, είτε
στο φορολογικό έτος που πράγματι εισπράχθηκαν από τον αγρότη κατά
ανάλογη εφαρμογή των ανωτέρω.

Παραδείγματα

1.
Αγρότης του ειδικού καθεστώτος στη Μυρτέα Λακωνίας, πραγματοποίησε το
φορολογικό έτος 2017 χονδρικές πωλήσεις αξίας 14.500 ευρώ και παράλληλα
πραγματοποίησε λιανικές πωλήσεις(π.χ. από τις παραδόσεις 20 τενεκέδων
λαδιού που τους πούλησε πόρτα -πόρτα με έκδοση ειδικού στοιχείου ) αξίας
600 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 3.000 ευρώ. Από την 1.1.2018 θα ενταχθεί
στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, δεδομένου ότι οι πωλήσεις των αγροτικών
προϊόντων του υπερβαίνουν τις 15.000 ευρώ.

2. Αγρότης του
ειδικού καθεστώτος πραγματοποίησε το φορολογικό έτος 2016 χονδρικές
πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παράλληλα πραγματοποίησε λιανικές πωλήσεις
από την πώληση οπωροκηπευτικών σε ιδιώτες (με απόδειξη είσπραξης) αξίας
3.000 ευρώ και έλαβε αναδρομικά το έτος 2016 δικαιώματα ενιαίας
ενίσχυσης 3.000 ευρώ που αφορούσαν το έτος 2015 και παράλληλα έλαβε
δικαιώματα βασικής ενίσχυσης 4.000 ευρώ για το έτος 2016. Ο εν λόγω
αγρότης από την 1.1.2017 θα ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

3.
Αγρότης του ειδικού καθεστώτος πραγματοποίησε το φορολογικό έτος 2016
χονδρικές πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών
(με λήψη εργόσημου) αξίας 3.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 4.000 ευρώ. Ο
εν λόγω αγρότης παραμένει στο ειδικό καθεστώς αγροτών από 1.1.2017.

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 41
του Κώδικα ΦΠΑ, προβλέπεται για πρώτη φορά η υποχρέωση έκδοσης ειδικού
στοιχείου για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για
παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού
καθεστώτος σε άλλους αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη
υποκείμενα στο φόρο, προκειμένου η αξία των εν λόγω πωλήσεων και παροχών
να συμπεριλαμβάνεται στο όριο των 15.000 ευρώ. Το ποσό αυτό αποτελεί
κριτήριο για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή την υποχρεωτική ένταξη
στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

Διευκρινίζεται ότι το ειδικό αυτό
στοιχείο εκδίδεται αθεώρητο και δεν επιβάλλεται ΦΠΑ επί της
αναγραφόμενης αξίας αυτού. Ο αγρότης δεν δικαιούται επιστροφής με την
εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή 6% επί της αξίας αυτής.

Επισημαίνεται
ότι οι αγρότες που διενεργούν τις ανωτέρω πράξεις (πωλήσεις σε μη
υποκειμένους και αγρότες του ειδικού καθεστώτος) και υποχρεούνται στην
έκδοση του ειδικού αυτού στοιχείου, εγγράφονται υποχρεωτικά στο ειδικό
καθεστώς αγροτών (άρθρο 41, παραγρ. 12, τελευταίο εδάφιο).

Συνεπώς
το ειδικό καθεστώς αγροτών διευρύνεται και περιλαμβάνει, πέραν των
χονδρικών πωλήσεων, οποιαδήποτε παράδοση αγροτικών προϊόντων παραγωγής
τους και παροχή αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποίησαν οι αγρότες κατά
το προηγούμενο φορολογικό έτος προς οποιοδήποτε πρόσωπο.

Παράδειγμα:

Αγρότης
του ειδικού καθεστώτος ο οποίος το φορολογικό έτος 2017 παραδίδει το
λάδι του σε τενεκέδες λιανικώς και παράλληλα στην άκρη του χωραφιού του
παραδίδει προϊόντα παραγωγής του λιανικώς έχει υποχρέωση να εγγραφεί στο
ειδικό καθεστώς αγροτών και να εκδίδει το ειδικό στοιχείο για τις
πωλήσεις αυτές.

3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 41
του Κώδικα ΦΠΑ προβλέπονται οι περιορισμοί υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς
αγροτών και η υποχρεωτική ένταξη των αγροτών στο κανονικό καθεστώς,
πλέον όχι μόνο λόγω του ότι η αγροτική δραστηριότητά τους δεν εμπίπτει
στην έννοια της αγροτικής εκμετάλλευσης κατά το άρθρο 42 του Κώδικα ΦΠΑ,
οπότε και εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του ΦΠΑ, όπως εξάλλου
ανέκαθεν ίσχυε (παρ. 5, περ. α’ και β’ ), αλλά για πρώτη φορά και λόγω
άσκησης από μέρους των αγροτών άλλης δραστηριότητας για την οποία
τηρούνται λογιστικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και η διαχείριση
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αγροτοτουριστικών μονάδων (παρ. 5, περ.
γ’), καθώς και λόγω πραγματοποίησης παραδόσεων των αγροτικών τους
προϊόντων στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή εξαγωγών ή
ενδοκοινοτικών παραδόσεων (παρ. 5, περ δ’).

Συγκεκριμένα,
σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της ανωτέρω παραγράφου, οι αγρότες οι
οποίοι, παράλληλα με την αγροτική εκμετάλλευση, ασκούν και άλλη
δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται στην τήρηση λογιστικών βιβλίων
(απλογραφικά ή διπλογραφικά), μεταξύ των οποίων και η διαχείριση
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η λειτουργία αγροτοτουριστικών μονάδων,
υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για την αγροτική τους
εκμετάλλευση, έχοντας όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που
απορρέουν από το καθεστώς αυτό.

Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω
υποχρέωση αφορά όχι μόνο επαγγελματίες που για την άσκηση της
δραστηριότητάς τους υπάγονται σε ΦΠΑ (π.χ. λογιστές) αλλά και
επαγγελματίες που απαλλάσσονται από το ΦΠΑ (π.χ. γιατροί, ασφαλιστικοί
πράκτορες κ.λ.π).

Επίσης, σημειώνεται ότι ως άλλη, κι όχι
αγροτική, δραστηριότητα, για την οποία υφίσταται υποχρέωση τήρησης
βιβλίων και έκδοσης στοιχειών, θεωρείται και η εκμετάλλευση αγροτικών
μηχανημάτων, όπως είναι οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές, τα σπαρτικά
μηχανήματα που προσαρτώνται σε τρακτέρ, κλπ, επομένως αγρότες οι οποίοι
παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες υποχρεούνται να ενταχθούν στο κανονικό
καθεστώς ΦΠΑ και για την αγροτική τους εκμετάλλευση.

Παραδείγματα:

1.
Γιατρός, ο οποίος ταυτόχρονα με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος,
κατά το φορολογικό έτος 2016 ασκεί και αγροτική εκμετάλλευση,
ανεξαρτήτως ορίου για την εν λόγω αγροτική εκμετάλλευση θα υποχρεωθεί
από 1.1.2017 να ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για την αγροτική του
δραστηριότητα, εφόσον εξακολουθήσει να την ασκεί.

2. Αγρότης
που καλλιεργεί και πουλά ακτινίδια λιανικώς και παράλληλα παρέχει
υπηρεσίες με τη θεριζοαλωνιστική μηχανή του, ανεξαρτήτως της αξίας των
παραδόσεων των ακτινιδίων παραγωγής του, θα υποχρεωθεί από 1.1.2017 να
εντάξει στο κανονικό καθεστώς και την αγροτική του εκμετάλλευση
(καλλιέργεια ακτινιδίων).

3. Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος
το φορολογικό έτος 2016 έχει αγροτική εκμετάλλευση (καλλιέργεια και
παραγωγή λαδιού) από την οποία εισέπραξε, από χονδρικές πωλήσεις, 12.000
ευρώ και έλαβε επιδότηση αξίας 3.000 ευρώ . Ο εν λόγω συνταξιούχος θα
μπορεί να είναι αγρότης του ειδικού καθεστώτος και από 01.01.2017.

4.
Αγρότης, ο οποίος παράλληλα με την αγροτική του εκμετάλλευση ασχολείται
και με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, για την
οποία τηρεί απλογραφικά βιβλία, ανεξάρτητα του ύψους των πωλήσεων του
κατά το φορολογικό έτος 2016 από την αγροτική του εκμετάλλευση καθώς και
των επιδοτήσεων που έλαβε, από την 1.1.2017 θα υπάγεται στο κανονικό
καθεστώς ΦΠΑ και θα τηρεί βιβλία όχι μόνο για τη δραστηριότητα της
διαχείρισης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και για την αγροτική του
εκμετάλλευση.

Επίσης, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της εν λόγω
παραγράφου, από 1.1.2017 υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για
το σύνολο της αγροτικής τους δραστηριότητας οι αγρότες οι οποίοι
παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους
κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς
άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των αγροτών που
έως και 31.12.2016 είχαν δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ με το συντελεστή 6% για
τις πωλήσεις τους προς άλλους υποκειμένους στο φόρο και με το
συντελεστή 3% για τις λοιπές, ως άνω, πωλήσεις των προϊόντων τους.

Από
1.1.2017 με τις νέες διατάξεις οι αγρότες εφαρμόζουν τους γενικούς
κανόνες του ΦΠΑ για κάθε είδους παραδόσεις των αγροτικών τους προϊόντων,
όπως και για ενδεχόμενες παροχές αγροτικών υπηρεσιών.

Παραδείγματα

1.
Αγρότης, κατά το φορολογικό έτος 2016, πραγματοποίησε πωλήσεις στη
λαϊκή αγορά αξίας 8.000 ευρώ και χονδρικές πωλήσεις εκτός λαϊκής αγοράς
αξίας 4.000 ευρώ και, επίσης, έλαβε επιδοτήσεις 2.000 ευρώ. Από την
1.1.2017 θα εντάξει στο κανονικό καθεστώς όχι μόνο τις πωλήσεις των
προϊόντων του στη λαϊκή αγορά αλλά και τις πωλήσεις των προϊόντων του
εκτός λαϊκής αγοράς.

2. Αγρότης του ειδικού καθεστώτος,
παράλληλα με την αγροτική του εκμετάλλευση διατηρεί και ένα πάγκο εκτός
οργανωμένων λαϊκών αγορών και πωλεί αγροτικά προϊόντα παραγωγής του.
Κατά το φορολογικό έτος 2016 πραγματοποίησε πωλήσεις από τον πάγκο αξίας
6.000 ευρώ και χονδρικές πωλήσεις αξίας 10.000 ευρώ και έλαβε
επιδοτήσεις 6.000 ευρώ. Από την 1.1.2017 θα ενταχθεί στο κανονικό
καθεστώς ΦΠΑ δεδομένου ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 41.

Όσον αφορά στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 41,
παρόλο που δεν περιλαμβάνουν νέους περιορισμούς ως προς την ένταξη στο
ειδικό καθεστώς των αγροτών, εντούτοις για λόγους ορθής εφαρμογής τους
κρίνεται αναγκαίο να επισημανθούν, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα:

Περίπτωση α’ :
ορίζεται ότι δεν εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς, αλλά υπάγονται στο
κανονικό καθεστώς, οι αγρότες οι οποίοι ασκούν τις αγροτικές
εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι
διατάξεις του άρθρου 42 του Κώδικα ΦΠΑ (ν2859/2000), με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών.

Παράδειγμα:

Αγρότης
του ειδικού καθεστώτος συστήνει εταιρεία με άλλους αγρότες με σκοπό την
καλλιέργεια μανιταριών. Η εταιρεία για τη δραστηριότητα αυτή δεν θα
υπάγεται στο ειδικό καθεστώς. Στην περίπτωση που ο εν λόγω αγρότης
διατηρεί και ατομική αγροτική εκμετάλλευση μανιταριών, υπάγεται στο
ειδικό καθεστώς αγροτών και δικαιούται επιστροφής με τον κατ’ αποκοπή
συντελεστή για τις πωλήσεις που πραγματοποιεί από την ατομική του αυτή
αγροτική δραστηριότητα, καθόσον η εταιρεία αποτελεί διαφορετικό πρόσωπο.
Επισημαίνεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση η διάκριση των περιουσιακών
στοιχείων και των συναλλαγών της ατομικής αγροτικής εκμετάλλευσης και
της εταιρείας πρέπει να είναι σαφής και αποτελεί αντικείμενο ελέγχου.

Περίπτωση β’:
σύμφωνα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αγρότης που προβαίνει σε
επεξεργασία των προϊόντων του και η εν λόγω επεξεργασία προσδίδει σε
αυτά το χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων δεν εμπίπτει στο
ειδικό καθεστώς αγροτών για τα προϊόντα που επεξεργάζεται και διαθέτει
ως βιομηχανικό ή βιοτεχνικό προϊόν και οι πωλήσεις του κατ’ αρχήν
υπάγονται στο ΦΠΑ.

Διευκρινίζεται ότι ο αγρότης εξακολουθεί να
υπάγεται στο ειδικό καθεστώς, έστω και αν πωλεί τα προϊόντα του ύστερα
από κάποια στοιχειώδη επεξεργασία που γίνεται με συνηθισμένα μέσα, στα
πλαίσια της αγροτικής του παραγωγής, και εφόσον μετά την επεξεργασία
αυτή, τα προϊόντα του δεν χαρακτηρίζονται ως βιομηχανικά ή βιοτεχνικά.

Στο
πλαίσιο αυτό π.χ. ο ελαιοπαραγωγός που πωλεί το λάδι σε τενεκέδες ή ο
αγρότης που πωλεί εμφιαλωμένο κρασί ή τσίπουρο, το οποίο δεν έχει
υποστεί ιδιαίτερη επεξεργασία, αλλά είναι προϊόν φυσικής ζύμωσης, ή ο
κτηνοτρόφος που παρασκευάζει τυρί με συνήθη μέσα, καθώς και ο αγρότης
που μαζεύει διάφορα βότανα και τα συσκευάζει σε μικρά σακουλάκια, δεν
μπορεί να αποκλειστεί από το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών.

Σχετική, με το εν λόγω θέμα, είναι η εγκύκλιος ΠΟΛ.1132/10.4.1996,
η οποία κοινοποίησε τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ 783/95, σύμφωνα με την
οποία, εφόσον οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη δεν φέρουν τα
χαρακτηριστικά της βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας, έτσι ώστε
να δημιουργείται νέο προϊόν και, εφόσον δεν έχουμε μαζική παραγωγή, τότε
οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη, βάσει του άρθρου 42, παρ.
3,    περ. ε’, του Κώδικα ΦΠΑ, εντάσσονται στο πλαίσιο των αγροτικών
δραστηριοτήτων και ο εν λόγω αγρότης παραμένει στο ειδικό καθεστώς
αγροτών.

Παράδειγμα

Αγρότης, ιδιοκτήτης 100
στρεμμάτων στην περιοχή της Βέροιας, καλλιεργεί 80 στρέμματα με
βερύκοκα, τα οποία στη συνέχεια τα επεξεργάζεται περαιτέρω για την
παραγωγή κομπόστας σε κονσέρβες. Στα υπόλοιπα 20 στρέμματα καλλιεργεί
καλαμπόκι το οποίο διαθέτει στην αγορά αυτούσιο.

Ο αγρότης
αυτός, δεδομένου ότι για την παραγωγή και επεξεργασία του βερύκοκου σε
κονσέρβες δεν μπορεί να ανήκει στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών, δεν
εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς ούτε για την παραγωγή του καλαμποκιού του,
οπότε από 1.1.2017 θα ανήκει στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για το σύνολο της
εκμετάλλευσης του (παραγωγή και επεξεργασία βερύκοκων και παραγωγή
καλαμποκιού).

4. Με την παράγραφο 6 ρυθμίζεται η προαιρετική
μετάταξη από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, η
υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ λόγω μη πλήρωσης των
κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 41, καθώς και η
προαιρετική μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς
αγροτών.

Ειδικότερα, όσον αφορά τις μετατάξεις αυτές αναφέρουμε τις εξής περιπτώσεις:

α) Προαιρετική μετάταξη υφίσταται:
· από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς και
· από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς.

Η
προαιρετική μετάταξη από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς
πραγματοποιείται μόνο από την έναρξη του φορολογικού έτους με την
υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30)
ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013, άρθρο 10), όπως ισχύουν.

Η
προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς

πραγματοποιείται είτε από την έναρξη του φορολογικού έτους με την
υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30)
ημερών, κατά τα ανωτέρω, ή κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους με την
υποβολή δήλωσης μεταβολών και ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της εν
λόγω δήλωσης
.

Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της προαιρετικής μετάταξης
από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, οι αγρότες υποχρεούνται να
παραμείνουν σε αυτό για μια τριετία.
Η τριετία υπολογίζεται από την αρχή
του φορολογικού έτους στην περίπτωση που η δήλωση μεταβολών για τη
μετάταξη στο κανονικό καθεστώς υποβάλλεται στην αρχή του φορολογικού
έτους, ενώ, εάν η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του
φορολογικού έτους, η τριετία υπολογίζεται από την αρχή του επόμενου από
τη μετάταξη φορολογικού έτους. Μετά την πάροδο της τριετίας ο αγρότης
εξακολουθεί να παραμένει στο κανονικό καθεστώς, εκτός αν με δήλωση
μεταβολών εκφράσει αντίθετη βούληση.

Παράδειγμα:

Αγρότης
του ειδικού καθεστώτος μετατάσσεται προαιρετικά στο κανονικό καθεστώς
υποβάλλοντας δήλωση μεταβολών στις 19.7.2017. Σε αυτή την περίπτωση η
μετάταξη στο κανονικό καθεστώς ισχύει από 19.7.2017 και η τριετία για
την παραμονή στο κανονικό καθεστώς υπολογίζεται από 1.1.2018.

β) Υποχρεωτική μετάταξη υφίσταται από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων της παραγράφου 1.

H
μετάταξη αυτή, για την οποία επίσης υποβάλλεται δήλωση μεταβολών εντός
προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους,
πραγματοποιείται από την έναρξη του φορολογικού έτους.
Σε περίπτωση που η
δήλωση μεταβολών υποβληθεί μετά το πέρας της προαναφερόμενης
προθεσμίας, θεωρείται εκπρόθεσμη και επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 54, παρ. 2
του ΚΦΔ. Η μη υποβολή της δήλωσης μεταβολών δεν επηρεάζει την
υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς από την αρχή του φορολογικού
έτους.

Στην περίπτωση της ανωτέρω υποχρεωτικής μετάταξης, δεν
υφίσταται κάποιος χρονικός περιορισμός για υποχρεωτική παραμονή στο
κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, πέραν του τρέχοντος φορολογικού έτους, και από
την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί
να επιλέξει τη μετάταξή του στο ειδικό καθεστώς, με την προϋπόθεση ότι
πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 και δεν υφίστανται οι
περιορισμοί των περιπτώσεων α’ έως και δ’ της παραγράφου 5.

5.
Γενικά για τις περιπτώσεις των προσώπων που εντάσσονται στο κανονικό ή
στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, σύμφωνα με τις νέες τροποποιήσεις,
επισημαίνονται τα εξής:

(i) Αγρότης ο οποίος το φορολογικό
έτος 2016 πραγματοποιεί αποκλειστικά και μόνο λιανικές πωλήσεις (π.χ.
πωλεί τα προϊόντα σε ένα πάγκο που έχει στην άκρη του χωραφιού του),
χωρίς να έχει δικαίωμα επιστροφής με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή 6% για
τις πωλήσεις αυτές, εντάσσεται υποχρεωτικά στο ειδικό καθεστώς πριν την
πρώτη πώληση που θα πραγματοποιήσει εντός του φορολογικού έτους 2017. Αν
η πρώτη πώληση προηγηθεί της ένταξης, η ένταξη θεωρείται εκπρόθεσμη.
Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που ο αγρότης επιλέξει την υπαγωγή του στο κανονικό καθεστώς.

(ii)
Οι αγρότες οι οποίοι, παράλληλα με την αγροτική εκμετάλλευση, ασκούν
και άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται στην τήρηση λογιστικών
βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που διαχειρίζονται ανανεώσιμες
πηγές ενέργειας ή λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες, υποχρεούνται
στην ένταξη της αγροτικής τους εκμετάλλευσης στο κανονικό καθεστώς. Προς
το σκοπό αυτό θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση μεταβολών εντός προθεσμίας
τριάντα (30) ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους. Η υποχρέωση
υποβολής δήλωσης μεταβολών δεν καταλαμβάνει τους αγρότες που εντάσσονται
στο ειδικό καθεστώς και παράλληλα διαχειρίζονται ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας έως 100 KW ή λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες έως 10
δωματίων, καθώς η ένταξη της αγροτικής τους εκμετάλλευσης στο κανονικό
καθεστώς από 1.1.2017 θα πραγματοποιηθεί κεντρικά από τις αρμόδιες για
τα πληροφοριακά συστήματα υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης.

(iii)
Για τις περιπτώσεις των αγροτών που παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους
από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή
παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε, από
1.1.2017 υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για το σύνολο της
αγροτικής τους εκμετάλλευσης. Προς το σκοπό αυτό δεν απαιτείται η
υποβολή δήλωσης μεταβολών από μέρους των αγροτών αυτών, καθώς η ένταξη
του συνόλου της δραστηριότητάς τους στο κανονικό καθεστώς θα
πραγματοποιηθεί κεντρικά από τις αρμόδιες για τα πληροφοριακά συστήματα
υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης. Ωστόσο, οι εν λόγω αγρότες έχουν
δυνατότητα προαιρετικής μετάταξης στο ειδικό καθεστώς, εφόσον από
1.1.2017 επιλέξουν την παύση των πωλήσεων στη λαϊκή ή από δικό τους
κατάστημα ή των εξαγωγών ή των ενδοκοινοτικών παραδόσεων και πληρούνται
και τα κριτήρια της παραγράφου 1. Για τη μετάταξή τους στο ειδικό
καθεστώς αγροτών οφείλουν να υποβάλουν δήλωση μεταβολών εντός
ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους
2017.

Παράδειγμα

Αγρότης που παρέδιδε
ορισμένα από τα προϊόντα παραγωγής του σε λαϊκές αγορές, μέχρι
31.12.2016 ταυτόχρονα υπαγόταν στο κανονικό καθεστώς για τις πωλήσεις
των προϊόντων του στη λαϊκή και στο ειδικό για τις πωλήσεις των
προϊόντων του προς άλλους υποκειμένους στο φόρο. Από 1.1.2017 υπάγεται
υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για το σύνολο της δραστηριότητάς του.
Αν αυτός ο αγρότης αποφασίσει από 1.1.2017 να διακόψει τις πωλήσεις του
στην λαϊκή αγορά και με βάση τα κριτήρια της παραγρ. 1 του άρθρου 41
μπορεί να υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών, τότε θα πρέπει εντός
ανατρεπτικής προθεσμίας από 1.1.2017 έως και 30.1.2017 να υποβάλει
δήλωση μεταβολών προκειμένου να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών.

(iv)
Για τους νέους αγρότες, δηλαδή για τους αγρότες που για πρώτη φορά
ξεκινούν την άσκηση αγροτικής εκμετάλλευσης, δεν εφαρμόζεται η
προϋπόθεση της παρ. 1 του άρθρου 41 για την ένταξη στο ειδικό καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση μπορούν να επιλέξουν την ένταξή τους στο κανονικό
καθεστώς ΦΠΑ. Στην περίπτωση, δε, που επιλέξουν το κανονικό καθεστώς,
υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση έναρξης και να παραμείνουν σε αυτό
τουλάχιστον για μια τριετία.

(v) Οι αγρότες που εντάσσονται
στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου και πραγματοποιούν αποκλειστικά
παραδόσεις ή και παροχές προς άλλους υποκειμένους στο φόρο, πριν την
υποβολή της δήλωσης- αίτησης επιστροφής του φόρου εγγράφονται στο
καθεστώς αυτό με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του
προηγούμενου φορολογικού έτους, προκειμένου να έχουν δικαίωμα
επιστροφής για το φορολογικό αυτό έτος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 12 του άρθρου 41.

6.
Διευκρινίζεται ότι για την επιστροφή του φόρου στους αγρότες του
ειδικού καθεστώτος, με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή έξι τοις
εκατό (6%) στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των
παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών προς άλλους υποκείμενους στο φόρο,
ισχύει η διαδικασία που έχει ορισθεί με την ΠΟΛ.1066/2.4.2013, όπως έχει τροποποιηθεί με τις ΠΟΛ.1089/20.4.2015 και ΠΟΛ.1021/5.2.2016.
».

Σχετικές διατάξεις/αποφάσεις/εγκύκλιοι:

ΠΟΛ.1201/28.12.2016 «Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 47 του ν.4410 /2016 σχετικά με το
ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, και παροχή
σχετικών διευκρινίσεων
»

► Α.π. 1077193 ΕΞ 2019/24.5.2019 «Δυνατότητα αναδρομικής ένταξης στο ειδικό καθεστώς αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ»



Σχολιάστε

Shares
Call Now Button